Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
κατάσπαρτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
κατάσπαρτ
ος
η
κατάσπαρτ
η
το
κατάσπαρτ
ο
γενική
του
κατάσπαρτ
ου
της
κατάσπαρτ
ης
του
κατάσπαρτ
ου
αιτιατική
τον
κατάσπαρτ
ο
την
κατάσπαρτ
η
το
κατάσπαρτ
ο
κλητική
κατάσπαρτ
ε
κατάσπαρτ
η
κατάσπαρτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
κατάσπαρτ
οι
οι
κατάσπαρτ
ες
τα
κατάσπαρτ
α
γενική
των
κατάσπαρτ
ων
των
κατάσπαρτ
ων
των
κατάσπαρτ
ων
αιτιατική
τους
κατάσπαρτ
ους
τις
κατάσπαρτ
ες
τα
κατάσπαρτ
α
κλητική
κατάσπαρτ
οι
κατάσπαρτ
ες
κατάσπαρτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
κατάσπαρτος
<
κατα-
+
σπέρνω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
κατάσπαρτος
(
κυριολεκτικά
) (
μεταφορικά
) που είναι
σπαρμένος
με κάτι σε
όλη
του την
έκταση
ή στο μεγαλύτερο
μέρος
της
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
κατά
και
σπέρνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
κατάσπαρτος
ισπανικά
:
sembrado
(es)
,
salpicado
(es)
πολωνικά
:
posypany
(pl)
,
usiany
(pl)
ρωσικά
:
засеянный
(ru)
,
усеянный
(ru)