↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπαρμένος η σπαρμένη το σπαρμένο
      γενική του σπαρμένου της σπαρμένης του σπαρμένου
    αιτιατική τον σπαρμένο τη σπαρμένη το σπαρμένο
     κλητική σπαρμένε σπαρμένη σπαρμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπαρμένοι οι σπαρμένες τα σπαρμένα
      γενική των σπαρμένων των σπαρμένων των σπαρμένων
    αιτιατική τους σπαρμένους τις σπαρμένες τα σπαρμένα
     κλητική σπαρμένοι σπαρμένες σπαρμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπαρμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου σπέρνω

σπαρμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία