Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σπαρμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σπαρμέν
ος
η
σπαρμέν
η
το
σπαρμέν
ο
γενική
του
σπαρμέν
ου
της
σπαρμέν
ης
του
σπαρμέν
ου
αιτιατική
τον
σπαρμέν
ο
τη
σπαρμέν
η
το
σπαρμέν
ο
κλητική
σπαρμέν
ε
σπαρμέν
η
σπαρμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σπαρμέν
οι
οι
σπαρμέν
ες
τα
σπαρμέν
α
γενική
των
σπαρμέν
ων
των
σπαρμέν
ων
των
σπαρμέν
ων
αιτιατική
τους
σπαρμέν
ους
τις
σπαρμέν
ες
τα
σπαρμέν
α
κλητική
σπαρμέν
οι
σπαρμέν
ες
σπαρμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σπαρμένος
:
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
σπέρνω
Μετοχή
επεξεργασία
σπαρμένος, -η, -ο
που έχει
σπαρεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
άσπαρτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σπαρμένος