άσπαρτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άσπαρτος | η | άσπαρτη | το | άσπαρτο |
γενική | του | άσπαρτου | της | άσπαρτης | του | άσπαρτου |
αιτιατική | τον | άσπαρτο | την | άσπαρτη | το | άσπαρτο |
κλητική | άσπαρτε | άσπαρτη | άσπαρτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άσπαρτοι | οι | άσπαρτες | τα | άσπαρτα |
γενική | των | άσπαρτων | των | άσπαρτων | των | άσπαρτων |
αιτιατική | τους | άσπαρτους | τις | άσπαρτες | τα | άσπαρτα |
κλητική | άσπαρτοι | άσπαρτες | άσπαρτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άσπαρτος < αρχαία ελληνική ἄσπαρτος
Επίθετο
επεξεργασίαάσπαρτος
- που δε σπάρθηκε
- εξαιτίας της κακοκαιρίας δεν προλάβαμε να πάμε στο χωράφι κι αυτό έμεινε άσπαρτο