Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

in principle (en)

  • θεωρητικά
    In principle this can happen, but in practise it doesn't (Θεωρητικά αυτό μπορεί να συμβεί, αλλά στην πράξη δεν συμβαίνει)