komenciĝo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | komenciĝo | komenciĝoj |
αιτιατική | komenciĝon | komenciĝojn |
komenciĝo (eo)
Άλλες γραφές
επεξεργασία- komencigho στο H-sistemo
- komencigxo στο X-sistemo