περαίνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περαίνω < αρχαία ελληνική περαίνω < πέρας
Ρήμα επεξεργασία
περαίνω
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- πεπερασμένος
- → δείτε τη λέξη πέρας
Μεταφράσεις επεξεργασία
περαίνω
|
περαίνω
|