αναύξητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναύξητος < αρχαία ελληνική ἀναύξητος < ἀν- + αὐξάνω
Επίθετο
επεξεργασίααναύξητος, -η, -ο
- που δεν έχει αυξηθεί ή δεν μπορεί να αυξηθεί
- (γραμματική) (για ρηματικούς τύπους) που δεν έχει πάρει αύξηση
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αναύξητος
|