αυξημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυξημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αυξάνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /af.ksiˈme.nos/
Μετοχή
επεξεργασίααυξημένος και ηυξημένος
- που έχει αυξηθεί σε σχέση με το παρελθόν ή είναι μεγαλύτερος από το αναμενόμενο
- αυξημένα ποσοστά υγρασίας παρατηρούνται τις τελευταίες μέρες
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αυξημένος
|