ηυξημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ηυξημένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ηὐξημένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αὐξάνω (αυξάνω) με αύξηση (αὐξ- > ηὐξημένος)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /if.ksiˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ηυ‐ξη‐μέ‐νος
Μετοχή επεξεργασία
ηυξημένος, -η, -ο
Πηγές επεξεργασία
- ηυξημένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας