προσαυξάνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσαυξάνω < ελληνιστική κοινή προσαυξάνω / προσαύξω < πρός (προσ-) + αρχαία ελληνική αὐξάνω / αὔξω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂uegs-[1] < *h₂ueg-[1] (αυξάνω)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.safˈksa.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σαυ‐ξά‐νω
- παλιότερος συλλαβισμός : προσ‐αυ‐ξά‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαπροσαυξάνω (παθητική φωνή: προσαυξάνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- προσαυξημένος
- προσαύξηση
- προσαυξητικός
- → δείτε τις λέξεις προς και αυξάνω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- προσαυξάνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προσαυξάνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.