προσαυξητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσαυξητικός < προσαυξάνω + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
προσαυξητικός
- που έχει σχέση με την προσαύξηση ή συντελεί σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη προσαυξάνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
προσαυξητικός
|