Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απροόδευτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Συγγενικά
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απροόδευτ
ος
η
απροόδευτ
η
το
απροόδευτ
ο
γενική
του
απροόδευτ
ου
της
απροόδευτ
ης
του
απροόδευτ
ου
αιτιατική
τον
απροόδευτ
ο
την
απροόδευτ
η
το
απροόδευτ
ο
κλητική
απροόδευτ
ε
απροόδευτ
η
απροόδευτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απροόδευτ
οι
οι
απροόδευτ
ες
τα
απροόδευτ
α
γενική
των
απροόδευτ
ων
των
απροόδευτ
ων
των
απροόδευτ
ων
αιτιατική
τους
απροόδευτ
ους
τις
απροόδευτ
ες
τα
απροόδευτ
α
κλητική
απροόδευτ
οι
απροόδευτ
ες
απροόδευτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
απροόδευτος
<
α-
+
προοδεύω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
απροόδευτος
που δεν
προοδεύει
ή δεν έχει
προοδεύσει
Αντώνυμα
επεξεργασία
προοδευμένος
Συνώνυμα
επεξεργασία
στάσιμος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
πρόοδος
,
προ
και
οδός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απροόδευτος
αγγλικά
:
stagnant
(en)
γαλλικά
:
stagnant
(fr)