Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιπροοδευτικός η αντιπροοδευτική το αντιπροοδευτικό
      γενική του αντιπροοδευτικού της αντιπροοδευτικής του αντιπροοδευτικού
    αιτιατική τον αντιπροοδευτικό την αντιπροοδευτική το αντιπροοδευτικό
     κλητική αντιπροοδευτικέ αντιπροοδευτική αντιπροοδευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιπροοδευτικοί οι αντιπροοδευτικές τα αντιπροοδευτικά
      γενική των αντιπροοδευτικών των αντιπροοδευτικών των αντιπροοδευτικών
    αιτιατική τους αντιπροοδευτικούς τις αντιπροοδευτικές τα αντιπροοδευτικά
     κλητική αντιπροοδευτικοί αντιπροοδευτικές αντιπροοδευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιπροοδευτικός < αντι- + προοδευτικός

  Επίθετο επεξεργασία

αντιπροοδευτικός

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία