Δείτε επίσης: decoupage

Γαλλικά (fr) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

découpage < découp(er) + -age < dé- + couper

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
découpage découpages

découpage (fr) αρσενικό

  1. το κομμάτιασμα
  2. η εικόνα ή το σχέδιο που θα αποκοπεί
  3. το ντεκουπάζ

Εκφράσεις Επεξεργασία

  • découpage électoral - εκλογική διαίρεση

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία