Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
outage outages

  Ετυμολογία επεξεργασία

outage < out + -age

  Ουσιαστικό επεξεργασία

outage (en)

  • η διακοπή (ρεύματος), χρονικό διάστημα που δεν λειτουργεί η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος κτλ.
    The power outage stopped the operation of the factory’s machines.
    Η διακοπή του ρεύματος σταμάτησε τη λειτουργία των μηχανών του εργοστασίου.

  Πηγές επεξεργασία