Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ολίγον < από το επιθ. ολίγος

  Επίρρημα επεξεργασία

ολίγον

  • λόγια μορφή του επιρ. λίγο
Μία γυναίκα δεν μπορεί να είναι ολίγον έγκυος.

Δείτε επίσης επεξεργασία