ἀναβαθμός
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | ἀναβαθμός | ἀναβαθμώ | ἀναβαθμοί |
Γενική | ἀναβαθμοῦ | ἀναβαθμοῖν | ἀναβαθμῶν |
Δοτική | ἀναβαθμῷ | ἀναβαθμοῖν | ἀναβαθμοῖς |
Αιτιατική | ἀναβαθμόν | ἀναβαθμώ | ἀναβαθμούς |
Κλητική | ἀναβαθμέ | ἀναβαθμώ | ἀναβαθμοί |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ἀναβαθμός αρσενικό