ἀναβαθμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀναβαθμός | οἱ | ἀναβαθμοί |
γενική | τοῦ | ἀναβαθμοῦ | τῶν | ἀναβαθμῶν |
δοτική | τῷ | ἀναβαθμῷ | τοῖς | ἀναβαθμοῖς |
αιτιατική | τὸν | ἀναβαθμόν | τοὺς | ἀναβαθμούς |
κλητική ὦ! | ἀναβαθμέ | ἀναβαθμοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀναβαθμώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀναβαθμοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἀναβαθμός αρσενικό
- φορητή σκάλα
- αναβαθμός
- (ελληνιστική σημασία , χριστιανισμός μουσική) οι αναβαθμοί (συνήθως στον πληθυντικό)
- ⮡ ᾠδὴ τῶν ἀναβαθμῶν
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις ἀνά και βαίνω
Πηγές
επεξεργασία- ἀναβαθμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.