Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βαθμιδωτός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
βαθμιδωτ
ός
η
βαθμιδωτ
ή
το
βαθμιδωτ
ό
γενική
του
βαθμιδωτ
ού
της
βαθμιδωτ
ής
του
βαθμιδωτ
ού
αιτιατική
τον
βαθμιδωτ
ό
τη
βαθμιδωτ
ή
το
βαθμιδωτ
ό
κλητική
βαθμιδωτ
έ
βαθμιδωτ
ή
βαθμιδωτ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
βαθμιδωτ
οί
οι
βαθμιδωτ
ές
τα
βαθμιδωτ
ά
γενική
των
βαθμιδωτ
ών
των
βαθμιδωτ
ών
των
βαθμιδωτ
ών
αιτιατική
τους
βαθμιδωτ
ούς
τις
βαθμιδωτ
ές
τα
βαθμιδωτ
ά
κλητική
βαθμιδωτ
οί
βαθμιδωτ
ές
βαθμιδωτ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
βαθμιδωτός
<
βαθμίδα
+
-ωτός
Επίθετο
επεξεργασία
βαθμιδωτός, -ή, -ό
του οποίου η
δομή
έχει
βαθμίδες
Αντώνυμα
επεξεργασία
αβαθμίδωτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βαθμιδωτός