απολύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααπολύομαι
- παθητική φωνή του ρήματος απολύω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απολύομαι | απολυόμουν(α) | θα απολύομαι | να απολύομαι | απολυόμενος | |
β' ενικ. | απολύεσαι | απολυόσουν(α) | θα απολύεσαι | να απολύεσαι | (απολύου) | |
γ' ενικ. | απολύεται | απολυόταν(ε) | θα απολύεται | να απολύεται | ||
α' πληθ. | απολυόμαστε | απολυόμαστε απολυόμασταν |
θα απολυόμαστε | να απολυόμαστε | ||
β' πληθ. | απολύεστε | απολυόσαστε απολυόσασταν |
θα απολύεστε | να απολύεστε | (απολύεστε) | |
γ' πληθ. | απολύονται | απολύονταν απολυόντουσαν |
θα απολύονται | να απολύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απολύθηκα | θα απολυθώ | να απολυθώ | απολυθεί | ||
β' ενικ. | απολύθηκες | θα απολυθείς | να απολυθείς | απολύσου | ||
γ' ενικ. | απολύθηκε | θα απολυθεί | να απολυθεί | |||
α' πληθ. | απολυθήκαμε | θα απολυθούμε | να απολυθούμε | |||
β' πληθ. | απολυθήκατε | θα απολυθείτε | να απολυθείτε | απολυθείτε | ||
γ' πληθ. | απολύθηκαν απολυθήκαν(ε) |
θα απολυθούν(ε) | να απολυθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω απολυθεί | είχα απολυθεί | θα έχω απολυθεί | να έχω απολυθεί | απολυμένος | |
β' ενικ. | έχεις απολυθεί | είχες απολυθεί | θα έχεις απολυθεί | να έχεις απολυθεί | ||
γ' ενικ. | έχει απολυθεί | είχε απολυθεί | θα έχει απολυθεί | να έχει απολυθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε απολυθεί | είχαμε απολυθεί | θα έχουμε απολυθεί | να έχουμε απολυθεί | ||
β' πληθ. | έχετε απολυθεί | είχατε απολυθεί | θα έχετε απολυθεί | να έχετε απολυθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν απολυθεί | είχαν απολυθεί | θα έχουν απολυθεί | να έχουν απολυθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία απολύομαι
|