Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απολυόμενος η απολυόμενη το απολυόμενο
      γενική του απολυόμενου της απολυόμενης του απολυόμενου
    αιτιατική τον απολυόμενο την απολυόμενη το απολυόμενο
     κλητική απολυόμενε απολυόμενη απολυόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απολυόμενοι οι απολυόμενες τα απολυόμενα
      γενική των απολυόμενων των απολυόμενων των απολυόμενων
    αιτιατική τους απολυόμενους τις απολυόμενες τα απολυόμενα
     κλητική απολυόμενοι απολυόμενες απολυόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απολυόμενος μετοχή ενεστώτα του απολύομαι

  Μετοχή επεξεργασία

απολυόμενος,η,ο

  1. εκείνος που απολύεται αυτή τη στιγμή, που μπορεί να απολυθεί, θα απολυθεί, που τυχόν θα απολυθεί, που είναι υπό απόλυση
    οι απολυόμενοι δικαιούνται αποζημίωσης

  Μεταφράσεις επεξεργασία