Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απολυόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απολυόμεν
ος
η
απολυόμεν
η
το
απολυόμεν
ο
γενική
του
απολυόμεν
ου
της
απολυόμεν
ης
του
απολυόμεν
ου
αιτιατική
τον
απολυόμεν
ο
την
απολυόμεν
η
το
απολυόμεν
ο
κλητική
απολυόμεν
ε
απολυόμεν
η
απολυόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απολυόμεν
οι
οι
απολυόμεν
ες
τα
απολυόμεν
α
γενική
των
απολυόμεν
ων
των
απολυόμεν
ων
των
απολυόμεν
ων
αιτιατική
τους
απολυόμεν
ους
τις
απολυόμεν
ες
τα
απολυόμεν
α
κλητική
απολυόμεν
οι
απολυόμεν
ες
απολυόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
απολυόμενος
μετοχή ενεστώτα του
απολύομαι
Μετοχή
επεξεργασία
απολυόμενος
,η,ο
εκείνος που απολύεται αυτή τη στιγμή, που μπορεί να απολυθεί, θα απολυθεί, που τυχόν θα απολυθεί, που είναι υπό απόλυση
οι
απολυόμενοι
δικαιούνται αποζημίωσης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απολυόμενος
αγγλικά
:
fired
(en)
γαλλικά
:
licencié
(fr)