απολυόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απολυόμενος μετοχή ενεστώτα του απολύομαι
Μετοχή
επεξεργασίααπολυόμενος,η,ο
- εκείνος που απολύεται αυτή τη στιγμή, που μπορεί να απολυθεί, θα απολυθεί, που τυχόν θα απολυθεί, που είναι υπό απόλυση
- οι απολυόμενοι δικαιούνται αποζημίωσης