Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκότισμα τα σκοτίσματα
      γενική του σκοτίσματος των σκοτισμάτων
    αιτιατική το σκότισμα τα σκοτίσματα
     κλητική σκότισμα σκοτίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκότισμα < (σκοτίζω) σκοτισ- + -μα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsko.ti.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκό‐τι‐σμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκότισμα ουδέτερο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. λήγουν σε -σκότισμα - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)