thorn
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
thorn | thorns |
Ουσιαστικό επεξεργασία
thorn (en)
- το αγκάθι
- ↪ I was scratched by the thorns.
- Γρατζουνίστηκα από τα αγκάθια.
- ↪ I was scratched by the thorns.
ενικός | πληθυντικός |
thorn | thorns |
thorn (en)