ενοχλήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαενοχλήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ενοχλώ
- θα ενοχλήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ενοχλώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαενοχλήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ενόχληση