ενόχλημα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ενόχλημα < ελληνιστική κοινή ἐνόχλημα < αρχαία ελληνική ἐνοχλέω / ἐνοχλῶ < ἐν + ὀχλέω < ὄχλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *woǵʰlos < *weǵʰ (φέρω, μεταφέρω)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενόχλημα ουδέτερο
- άλλη μορφή του ενόχληση (ιδίως όταν έχει ιατρικές ή σωματικές συνδηλώσεις)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενόχλημα
|