embêter (fr)

Il n'arrête pas d'embêter sa soeur : δε σταματά να πειράζει/ενοχλεί την αδερφή του.

Il a l'air très embêté : φαίνεται πολύ στενοχωρημένος/φαίνεται να είναι σε δύσκολη θέση.

Συγγενικά

επεξεργασία