Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λευχαιμία οι λευχαιμίες
      γενική της λευχαιμίας των λευχαιμιών
    αιτιατική τη λευχαιμία τις λευχαιμίες
     κλητική λευχαιμία λευχαιμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

λευχαιμία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

λευχαιμία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία