λευχαιμία
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- λευχαιμία < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
λευχαιμία θηλυκό
- νεοπλασματική ασθένεια του αίματος που εκδηλώνεται με πολύ μεγάλο αριθμό λευκών αιμοσφαιρίων, τα οποία στρέφονται κατά του οργανισμού
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
λευχαιμία