Ετυμολογία

επεξεργασία
leucémie < leukémie < γερμανική Leukämie

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lø.se.mi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
leucémie leucémies

leucémie (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία