↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαρακίνητος η απαρακίνητη το απαρακίνητο
      γενική του απαρακίνητου της απαρακίνητης του απαρακίνητου
    αιτιατική τον απαρακίνητο την απαρακίνητη το απαρακίνητο
     κλητική απαρακίνητε απαρακίνητη απαρακίνητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαρακίνητοι οι απαρακίνητες τα απαρακίνητα
      γενική των απαρακίνητων των απαρακίνητων των απαρακίνητων
    αιτιατική τους απαρακίνητους τις απαρακίνητες τα απαρακίνητα
     κλητική απαρακίνητοι απαρακίνητες απαρακίνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απαρακίνητος < α- + παρακινώ + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

απαρακίνητος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία