Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παρακινημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παρακινημέν
ος
η
παρακινημέν
η
το
παρακινημέν
ο
γενική
του
παρακινημέν
ου
της
παρακινημέν
ης
του
παρακινημέν
ου
αιτιατική
τον
παρακινημέν
ο
την
παρακινημέν
η
το
παρακινημέν
ο
κλητική
παρακινημέν
ε
παρακινημέν
η
παρακινημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παρακινημέν
οι
οι
παρακινημέν
ες
τα
παρακινημέν
α
γενική
των
παρακινημέν
ων
των
παρακινημέν
ων
των
παρακινημέν
ων
αιτιατική
τους
παρακινημέν
ους
τις
παρακινημέν
ες
τα
παρακινημέν
α
κλητική
παρακινημέν
οι
παρακινημέν
ες
παρακινημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
παρακινημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
παρακινώ
,
παρακινούμαι
Μετοχή
επεξεργασία
παρακινημένος, -η, -ο
που έχει
παρακινηθεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
απαρακίνητος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παρακινημένος
γαλλικά
:
motivé
(fr)
,
incité
(fr)