↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρακινημένος η παρακινημένη το παρακινημένο
      γενική του παρακινημένου της παρακινημένης του παρακινημένου
    αιτιατική τον παρακινημένο την παρακινημένη το παρακινημένο
     κλητική παρακινημένε παρακινημένη παρακινημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρακινημένοι οι παρακινημένες τα παρακινημένα
      γενική των παρακινημένων των παρακινημένων των παρακινημένων
    αιτιατική τους παρακινημένους τις παρακινημένες τα παρακινημένα
     κλητική παρακινημένοι παρακινημένες παρακινημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρακινημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παρακινώ, παρακινούμαι

παρακινημένος, -η, -ο

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία