ενεστώτας inspire
γ΄ ενικό ενεστώτα inspires
αόριστος inspired
παθητική μετοχή inspired
ενεργητική μετοχή inspiring

inspire (en)

  1. (μεταβατικό) εμπνέω, προκαλώ αίσθημα πλήρωσης ή ευφρόσυνης διάθεσης
      I inspire someone with hope/courage/respect.
    Εμπνέω ελπίδα/θάρρος/σεβασμό σε κάποιον.
      I inspire confidence in someone.
    Εμπνέω εμπιστοσύνη σε κάποιον.
  2. (μεταβατικό) εμπνέω, προκαλώ έμπνευση
      The view inspired me to write a poem.
    Η θέα μου ενέπνευσε ένα ποίημα.
      He was inspired by the French Revolution.
    Εμπνεύστηκε από τη γαλλική επανάσταση.
  3. εμπνέω, κινώ, ωθώ, παρακινώ κάποιον σε ορισμένο συναίσθημα ή πράξη
      That man inspires horror within me.
    Ο άνθρωπος αυτός μου εμπνέει φρίκη.
      What inspired him to tell such a lie?
    Τι τον κίνησε να πει τέτοιο ψέμα;
      It is his ambition which inspires him.
    Εκείνο που τον ωθεί είναι η φιλοδοξία του.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη motivate

Συγγενικά

επεξεργασία