ενεστώτας inspire
γ΄ ενικό ενεστώτα inspires
αόριστος inspired
παθητική μετοχή inspired
ενεργητική μετοχή inspiring

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɪnˈspaɪər/ (βρετανικό)
 
ΔΦΑ : /ɪnˈspaɪr/ (ΗΠΑ)
τυπογραφικός συλλαβισμός: in‐spire

inspire (en)

  1. (μεταβατικό) εμπνέω, προκαλώ αίσθημα πλήρωσης ή ευφρόσυνης διάθεσης
    ⮡  I inspire someone with hope/courage/respect.
    Εμπνέω ελπίδα/θάρρος/σεβασμό σε κάποιον.
    ⮡  I inspire confidence in someone.
    Εμπνέω εμπιστοσύνη σε κάποιον.
  2. (μεταβατικό) εμπνέω, προκαλώ έμπνευση
    ⮡  The view inspired me to write a poem.
    Η θέα μου ενέπνευσε ένα ποίημα.
    ⮡  He was inspired by the French Revolution.
    Εμπνεύστηκε από τη γαλλική επανάσταση.
  3. εμπνέω, κινώ, ωθώ, παρακινώ κάποιον σε ορισμένο συναίσθημα ή πράξη
    ⮡  That man inspires horror within me.
    Ο άνθρωπος αυτός μου εμπνέει φρίκη.
    ⮡  What inspired him to tell such a lie?
    Τι τον κίνησε να πει τέτοιο ψέμα;
    ⮡  It is his ambition which inspires him.
    Εκείνο που τον ωθεί είναι η φιλοδοξία του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη motivate

Συγγενικά

επεξεργασία