ενεστώτας embolden
γ΄ ενικό ενεστώτα emboldens
αόριστος emboldened
παθητική μετοχή emboldened
ενεργητική μετοχή emboldening

embolden (en)

  • (επίσημο, συνήθως στην παθητική φωνή) ενθαρρύνω, κάνω κάποιον να νιώσει πιο γενναίος ή πιο σίγουρος
    ⮡  Emboldened by the failure of their opponents, they intensified their efforts.
    Ενθαρρυμένοι από την αποτυχία των αντιπάλων τους, ενέτειναν τις προσπάθειές τους.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη motivate