Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φαινότυπος οι φαινότυποι
      γενική του φαινότυπου
φαινοτύπου
των φαινότυπων
φαινοτύπων
    αιτιατική τον φαινότυπο τους φαινότυπους
φαινοτύπους
     κλητική φαινότυπε φαινότυποι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαινότυπος < λόγιο ενδογενές δάνειο: απόδοση για τη γερμανική Ρhänotypus < αρχαία ελληνική φαίνω + τύπος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φαινότυπος αρσενικό

  • (βιολογία) το σύνολο των εμφανών εξωτερικών χαρακτηριστικών τού ατόμου που καθορίζονται ή από τα γονίδια ή από το περιβάλλον ή από την αλληλεπίδρασή τους

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία