Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυκνοτυπωμένος η πυκνοτυπωμένη το πυκνοτυπωμένο
      γενική του πυκνοτυπωμένου της πυκνοτυπωμένης του πυκνοτυπωμένου
    αιτιατική τον πυκνοτυπωμένο την πυκνοτυπωμένη το πυκνοτυπωμένο
     κλητική πυκνοτυπωμένε πυκνοτυπωμένη πυκνοτυπωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυκνοτυπωμένοι οι πυκνοτυπωμένες τα πυκνοτυπωμένα
      γενική των πυκνοτυπωμένων των πυκνοτυπωμένων των πυκνοτυπωμένων
    αιτιατική τους πυκνοτυπωμένους τις πυκνοτυπωμένες τα πυκνοτυπωμένα
     κλητική πυκνοτυπωμένοι πυκνοτυπωμένες πυκνοτυπωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυκνοτυπωμένος < πυκνός + -ο- + τυπωμένος

  Επίθετο επεξεργασία

πυκνοτυπωμένος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία