πυκνογραμμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαπυκνογραμμένος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) που είναι πυκνά γραμμένος, χωρίς κενά ανάμεσα στα γράμματα ή τους στίχους
- (μεταφορικά) που το νόημά του είναι μεστό, χωρίς χάσματα
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πυκνογραμμένος