↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυκνογραμμένος η πυκνογραμμένη το πυκνογραμμένο
      γενική του πυκνογραμμένου της πυκνογραμμένης του πυκνογραμμένου
    αιτιατική τον πυκνογραμμένο την πυκνογραμμένη το πυκνογραμμένο
     κλητική πυκνογραμμένε πυκνογραμμένη πυκνογραμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυκνογραμμένοι οι πυκνογραμμένες τα πυκνογραμμένα
      γενική των πυκνογραμμένων των πυκνογραμμένων των πυκνογραμμένων
    αιτιατική τους πυκνογραμμένους τις πυκνογραμμένες τα πυκνογραμμένα
     κλητική πυκνογραμμένοι πυκνογραμμένες πυκνογραμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυκνογραμμένος < πυκνός + -ο- + γραμμένος

πυκνογραμμένος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που είναι πυκνά γραμμένος, χωρίς κενά ανάμεσα στα γράμματα ή τους στίχους
  2. (μεταφορικά) που το νόημά του είναι μεστό, χωρίς χάσματα

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία