αρχετυπικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρχετυπικός < (ελληνιστική κοινή) *ἀρχετυπικός (βλ. ἀρχετυπικῶς)
Επίθετο επεξεργασία
αρχετυπικός, -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρχετυπικός
Δείτε επίσης : αρχέτυπος |
αρχετυπικός, -ή, -ό