τύπισσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τύπισσα | οι | τύπισσες |
γενική | της | τύπισσας | των | τυπισσών |
αιτιατική | την | τύπισσα | τις | τύπισσες |
κλητική | τύπισσα | τύπισσες | ||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατύπισσα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη τύπος