Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ulo
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Εσπεράντο
(eo)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ulo
<
-ul-
+
-o
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πτώση
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ulo
uloj
αιτιατική
ulon
ulojn
ulo
(eo)
ο
άνθρωπος
, ο
τύπος