↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τυπολογία οι τυπολογίες
      γενική της τυπολογίας των τυπολογιών
    αιτιατική την τυπολογία τις τυπολογίες
     κλητική τυπολογία τυπολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τυπολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική typologie[1] [2] ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική typology[2] < αρχαία ελληνική τύπος + λέγω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τυπολογία θηλυκό

  1. η συστηματική μελέτη και κατάταξη αντικειμένων, φαινομένων ή καταστάσεων σε τύπους και κατηγορίες με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους
  2. (θεολογία) μέθοδος ερμηνείας της Αγίας Γραφής κατά την οποία πρόσωπα, γεγονότα ή καταστάσεις της Παλαιάς Διαθήκης θεωρούνται ως προεικονίσεις όσων αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη
  3. (ψυχολογία, κοινωνιολογία) η μελέτη και κατάταξη ανθρώπων σε τύπους με βάση σωματικά ή ψυχικά χαρακτηριστικά τους

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. τυπολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 2,0 2,1 τυπολογίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)