προεικόνιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προεικόνιση | οι | προεικονίσεις |
γενική | της | προεικόνισης* | των | προεικονίσεων |
αιτιατική | την | προεικόνιση | τις | προεικονίσεις |
κλητική | προεικόνιση | προεικονίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προεικονίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προεικόνιση < προεικονίζω + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροεικόνιση θηλυκό
- (θεολογία) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προεικονίζω, η περιγραφή γεγονότος που πρόκειται να συμβεί, η προαγγελία
Μεταφράσεις
επεξεργασία προεικόνιση
|