προεικονίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προεικονίζω < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική προεικονίζω < προ- + εικονίζω[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.i.koˈni.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐ει‐κο‐νί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαπροεικονίζω (παθητική φωνή: προεικονίζομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη προεικόνιση
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ προεικονίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας