↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τυπάς οι τυπάδες
      γενική του τυπά των τυπάδων
    αιτιατική τον τυπά τους τυπάδες
     κλητική τυπά τυπάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τυπάς (νεολογισμός) < τύπ(ος) + -άς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tiˈpas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τυ‐πάς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τυπάς αρσενικό (θηλυκό τύπισσα)

  1. (λαϊκότροπο) άνθρωπος με χαρακτηριστικό στιλ και προσωπικότητα
    ⮡  είναι και πολύ τυπάς!
  2. (για άγνωστο άνθρωπο) συνώνυμο του τύπος, κάποιος

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία