Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
chap chaps

chap (en)

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας chap
γ΄ ενικό ενεστώτα chaps
αόριστος chapped
παθητική μετοχή chapped
ενεργητική μετοχή chapping

chap (en)

  Πηγές επεξεργασία