Ετυμολογία

επεξεργασία
σιδερότυπο < σιδερό- + -τυπο < (ηλεκτρικό) σίδερο + τυπώνω

  Επίθετο

επεξεργασία

σιδερότυπο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σιδερότυπο τα σιδερότυπα
      γενική του σιδερότυπου
σιδεροτύπου
των σιδερότυπων
σιδεροτύπων
    αιτιατική το σιδερότυπο τα σιδερότυπα
     κλητική σιδερότυπο σιδερότυπα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

σιδερότυπο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία