τοῖσιν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΆρθρο
επεξεργασίατοῖσιν
- επικός τύπος του τοῖς, δοτική πληθυντικού, αρσενικού ή ουδέτερου γένους του ὁ
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαη κλίση του άρθρου | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Όταν ακολουθεί όνομα, η οξεία γίνεται βαρεία. • Σημειώνεται η προσωδία του α εκεί που είναι μακρό. | |||||||||
ενικός | πληθυντικός | δυϊκός | |||||||
↓ | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | όλα τα γένη | θηλυκό (σπάνια) | |
ονομαστική | ὁ | ἡ | τό | οἱ | αἱ | τά | τώ | (ᾱ) τά | |
γενική | τοῦ | τῆς | τοῦ | τῶν | τοῖν | ταῖν | |||
δοτική | τῷ | τῇ | τῷ | τοῖς | ταῖς | τοῖς | τοῖν | ταῖν | |
αιτιατική | τόν | τήν | τό | τούς | τάς (ᾱ) | τά | τώ | (ᾱ) τά | |
Παράρτημα:Γραμματική: το άρθρο | |||||||||
δωρική κλίση οι διαφορετικοί τύποι, με έντονα γράμματα | |||||||||
↓ | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | αρσενικό & ουδέτερο | θηλυκό | |
ονομαστική | ὁ | ἁ | τό | τοί | ταί | τά | τώ | (ᾱ) τά | |
γενική | τῶ | τᾶς | τῶ | τῶν | τᾶν | τῶν | τοῖν | ταῖν | |
δοτική | τῷ | τᾷ | τῷ | τοῖς | ταῖς | τοῖς | τοῖν | ταῖν | |
αιτιατική | τόν | τάν | τό | τώς | τάς | τά | τώ | (ᾱ) τά | |
Κατηγορία:Δωρική διάλεκτος | |||||||||
επική κλίση οι διαφορετικοί τύποι, με έντονα γράμματα | |||||||||
↓ | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | αρσενικό & ουδέτερο | θηλυκό | |
ονομαστική | ὁ | ἡ | τό | οἱ / τοί | αἱ / ταί | τά | τώ | τώ / (ᾱ) τά | |
γενική | τοῦ / τοῖο | τῆς | τοῦ / τοῖο | τῶν | τῶν / τάων | τῶν | τοῖιν | τοῖιν | |
δοτική | τῷ | τῇ | τῷ | τοῖς / τοῖσι(ν) | τῇς / τῇσι(ν) | τοῖς / τοῖσι(ν) | τοῖιν | τοῖιν | |
αιτιατική | τόν | τήν | τό | τούς | τάς | τά | τώ | τώ / (ᾱ) τά | |
Κατηγορία:Επικοί τύποι |
Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
επεξεργασίατοῖσιν
- (ερωτηματική αντωνυμία) επικός τύπος του τίσιν, γενική πληθυντικού, αρσενικού, θηλυκού ή ουδέτερου γένους του τίς
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαη ερωτηματική αντωνυμία «τίς» | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
αριθμός | ενικός | πληθυντικός | δυϊκός | ||||||
γένη → πτώσεις ↓ |
αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | όλα τα γένη | ||||
ονομαστική | τίς | τί | τίνες | τίνα | τίνε | ||||
γενική | τίνος, τοῦ | τίνος, τοῦ | τίνων | τίνων | τίνοιν | ||||
δοτική | τίνι, τῷ | τίνι, τῷ | τίσι(ν) | τίσι(ν) | τίνοιν | ||||
αιτιατική | τίνα | τί | τίνας | τίνα | τίνε | ||||
Παράρτημα:Γραμματική: Αντωνυμίες | |||||||||
επική κλίση σημειώνονται οι διαφορετικοί τύποι | |||||||||
γένη → πτώσεις ↓ |
αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | όλα τα γένη | ||||
ονομαστική | — | — | — | — | — | ||||
γενική | τέο, τεῦ, τέου | τέο, τεῦ, τέου | τέων | τέων | |||||
δοτική | τέῳ, τῳ | τέῳ, τῳ | τοῖσι(ν), τέοισι(ν) | τοῖσι(ν), τέοισι(ν) | |||||
αιτιατική | — | — | — | — | — | ||||
Κατηγορία:Επικοί τύποι |