Ινδονήσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Ινδονήσιος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Ινδονήσιος αρσενικό (θηλυκό Ινδονήσια)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από την Ινδονησία ή έχει ινδονησιακή υπηκοότητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ινδονήσιος