Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ραδιούχος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ραδιούχ
ος
η
ραδιούχ
α
το
ραδιούχ
ο
γενική
του
ραδιούχ
ου
της
ραδιούχ
ας
του
ραδιούχ
ου
αιτιατική
τον
ραδιούχ
ο
τη
ραδιούχ
α
το
ραδιούχ
ο
κλητική
ραδιούχ
ε
ραδιούχ
α
ραδιούχ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ραδιούχ
οι
οι
ραδιούχ
ες
τα
ραδιούχ
α
γενική
των
ραδιούχ
ων
των
ραδιούχ
ων
των
ραδιούχ
ων
αιτιατική
τους
ραδιούχ
ους
τις
ραδιούχ
ες
τα
ραδιούχ
α
κλητική
ραδιούχ
οι
ραδιούχ
ες
ραδιούχ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ραδιούχος
<
ράδιο
+
-ούχος
Επίθετο
επεξεργασία
ραδιούχος, -α, -ο
(
χημεία
): χημική ένωση που φέρει στο μόριό της άτομο
ραδίου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ραδιούχος