ραδιοπυρηνικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ραδιοπυρηνικός < ραδιενέργεια + -ο- + πυρηνικός
Επίθετο επεξεργασία
ραδιοπυρηνικός
- (νεολογισμός) που έχει σχέση με ραδιενεργούς ή πυρηνικούς παράγοντες ή αναφέρεται σ’ αυτούς
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις ραδιενέργεια και πυρήνας
Μεταφράσεις επεξεργασία
ραδιοπυρηνικός
|