ακτινίδιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ακτινίδιο | τα | ακτινίδια |
γενική | του | ακτινίδιου & ακτινιδίου |
των | ακτινίδιων & ακτινιδίων |
αιτιατική | το | ακτινίδιο | τα | ακτινίδια |
κλητική | ακτινίδιο | ακτινίδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Σε νεότερες λέξεις δεν συνηθίζονται οι γενικές -ίου, ίων. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ακτινίδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική actinidium < αρχαία ελληνική ἀκτίς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαακτινίδιο ουδέτερο
- (φυτό, φρούτο) γένος φυτών και ο καρπός του, της οικογένειας Ακτινιδιίδες, που προέρχεται από την Ασία
- ※ Σύμφωνα με τους ερευνητές του Πανεπιστημίου Massey, στη Νέα Ζηλανδία, το ακτινίδιο είναι πλούσιο σε ακτινιδίνη: ένα ένζυμο το οποίο φάνηκε να διασπά πρωτεϊνούχες τροφές όπως π.χ. το κόκκινο κρέας, τα γαλακτοκομικά και το ψάρι ταχύτερα σε σχέση με τα πεπτικά ένζυμα. (* εφημερίδα Το Βήμα 16.9.2013 )
Συγγενικά
επεξεργασία→ δείτε τη λέξη ακτίνα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ακτινίδιο στη Βικιπαίδεια