διακτινισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διακτινισμός < διακτινίζω + -μός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιακτινισμός αρσενικό
- (νεολογισμός) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διακτινίζω
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις διακτινίζω, διά και ακτίνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία διακτινισμός
|