τηλεμεταφορά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίατηλεμεταφορά θηλυκό
- μεταφορά κβαντικής πληροφορίας από ένα σημείο σε άλλο με αυτόματη καταστροφή της αρχικής πληροφορίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία τηλεμεταφορά